ξεγίνομαι:

ξεγίνομαι:

ό,τι εγννε δεν ξεγίνεται — что было, то было, что прошло, того уж не вернёшь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεγίνομαι:" в других словарях:

  • ξεγίνομαι — 1. παύω να είμαι αυτό που ήμουν προηγουμένως 2. παροιμ. «ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται» λέγεται για γεγονότα που δεν επανορθώνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γίνομαι] …   Dictionary of Greek

  • ξεγίνομαι — ξέγινα, παύω να είμαι ό,τι ήμουν. Ό,τι γίνεταιδεν ξε γίνεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»